διηγούμενος

διηγούμενος
διηγέομαι
set out in detail
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)
διηγέομαι
set out in detail
pres part mid masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διἡγούμενος — διηγούμενος , διηγέομαι set out in detail pres part mid masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • повѣсть — ПОВѢСТ|Ь (128), И с. 1.Сказание, повествование, рассказ: нъ ны ѹво [в др. сп. ѹбо] врем˫а. на коньць бл҃жнаго зовѣть ѥмѹже проити ѹбо слово лѣнить(с). проидѣть же ѡбако аще и дрѧхла ѥсть повѣсть. (τὸ διήγημα) ЖФСт к. XII, 162; о семь сътворивъше… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • σωματοποίηση — η / σωματοποίησις, ήσεως, ΝΜΑ [σωματοποιῶ] 1. πρόσδοση σωματικής, υλικής υπόστασης 2. η προσωποποίηση, η παρουσίαση αφηρημένων εννοιών με σωματική υπόσταση («ὁ θεὸς κάθηται ἐπὶ θρόνου ἁγίου αὐτοῡ τῇ σωματοποιήσει τὸ γινόμενον διηγούμενος», Θεόδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”